- περιουσιασμός
- περιουσιασμόςpriuate possessionmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιουσιασμός — ὁ, Α [περιουσιάζω] 1. εξουσία, κτήση («Ἰσραὴλ εἰς περιουσιασμὸν ἑαυτῷ», ΠΔ) 2. πλήθος («περιουσιασμὸς βασιλέων», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek
περιουσιασμοῦ — περιουσιασμός priuate possession masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσιασμούς — περιουσιασμός priuate possession masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσιασμῷ — περιουσιασμός priuate possession masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσιασμόν — περιουσιασμός priuate possession masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)